εὐρυχώριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
(15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρυχώριον]], το (Α) [[ευρύχωρος]]<br />[[τόπος]] [[ευρύς]], διαρρυθμισμένος για [[εκτέλεση]] σωματικών ασκήσεων.
|mltxt=[[εὐρυχώριον]], το (Α) [[ευρύχωρος]]<br />[[τόπος]] [[ευρύς]], διαρρυθμισμένος για [[εκτέλεση]] σωματικών ασκήσεων.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρῠχώριον:''' τό [[площадка]], [[площадь]] Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 13 September 2022

German (Pape)

[Seite 1096] τό, = Vorigem, im plur. Plat. Legg. VII, 804 c, wo Ast εὐρυχωρίαι lesen will.

Greek Monolingual

εὐρυχώριον, το (Α) ευρύχωρος
τόπος ευρύς, διαρρυθμισμένος για εκτέλεση σωματικών ασκήσεων.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῠχώριον: τό площадка, площадь Plat.