εφήδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(15)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν ταῑς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι («οὐκ [[ἐπιτήδειος]] ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπαν. και με καλή [[σημασία]]) [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήδομαι]]].
|mltxt=[[ἐφήδομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχαίρω]], [[χαίρομαι]] για [[κάτι]] [[κακό]], [[χαιρεκακώ]] («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)<br /><b>2.</b> [[χαίρομαι]], ευχαριστιέμαι («οὐκ [[ἐπιτήδειος]] ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (σπαν. και με καλή [[σημασία]]) [[αισθάνομαι]] [[χαρά]], [[αισθάνομαι]] [[ευχαρίστηση]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήδομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐφήδομαι (Α)
1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῖς συμφοραῖς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.)
2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.)
3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι χαρά, αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήδομαι].