Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εχθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
(15)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῑς ἐχθροῑς σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ὀχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εχθρικός]]<br />β) [[μισητός]].
|mltxt=και [[εχτρεύομαι]] και οχτρεύομαι (ΑΜ [[ἐχθρεύω]], Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) [[εχθρός]]<br />[[διάκειμαι]] εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[αισθάνομαι]] [[μίσος]] για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῖς σου», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i> και <i>ὀχθρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) [[εχθρικός]]<br />β) [[μισητός]].
}}
}}

Latest revision as of 14:53, 18 June 2022

Greek Monolingual

και εχτρεύομαι και οχτρεύομαι (ΑΜ ἐχθρεύω, Μ και ἐχθρεύομαι και ἐχθρεύγω και ὀχθρεύγω και ὀχθρεύω και ὀχτρεύω) εχθρός
διάκειμαι εχθρικά προς κάποιον, αισθάνομαι μίσος για κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον (α. «εχθρεύεται όλο τον κόσμο» β. «ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῖς σου», ΠΔ)
μσν.
(μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθρεμένος, -η, -ο και ὀχθρεμένος, -η, -ο
α) εχθρικός
β) μισητός.