ἐφίστιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efistios
|Transliteration C=efistios
|Beta Code=e)fi/stios
|Beta Code=e)fi/stios
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἐφέστιος]].</span>
|Definition=v. [[ἐφέστιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐφίστιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που [[είναι]] προσαρμοσμένος στον ιστό («[[ἐφίστιος]] [[φανός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιων. τ. του [[εφέστιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱστός]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐφίστιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που [[είναι]] προσαρμοσμένος στον ιστό («[[ἐφίστιος]] [[φανός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιων. τ. του [[εφέστιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱστός]].
}}
}}

Latest revision as of 08:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστιος Medium diacritics: ἐφίστιος Low diacritics: εφίστιος Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ephístios Transliteration B: ephistios Transliteration C: efistios Beta Code: e)fi/stios

English (LSJ)

v. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.