ζάφελος: Difference between revisions

(16)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ζάφελος
|Medium diacritics=ζάφελος
|Low diacritics=ζάφελος
|Capitals=ΖΑΦΕΛΟΣ
|Transliteration A=záphelos
|Transliteration B=zaphelos
|Transliteration C=zafelos
|Beta Code=za/felos
|Definition=ον, = [[ζαφελής]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζάφελος]], -ον (Α)<br /> [[ζαφελής]], [[ορμητικός]] («[[πυρός]] ζαφέλοιο», <b>Νίκ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[επιζάφελος]] [[χωρίς]] την [[πρόθεση]] <i>επί</i>- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το <i>ζα</i>- [[είναι]] αιολική [[μορφή]] του <i>δια</i>-].
|mltxt=[[ζάφελος]], -ον (Α)<br /> [[ζαφελής]], [[ορμητικός]] («[[πυρός]] ζαφέλοιο», <b>Νίκ.</b>).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[επιζάφελος]] [[χωρίς]] την [[πρόθεση]] <i>επί</i>- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το <i>ζα</i>- [[είναι]] αιολική [[μορφή]] του <i>δια</i>-].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[heftig]]</i>, [[πῦρ]], Nic. <i>Al</i>. 568, von [[Schneider]] aus mss. [[hergestellt]], [[varia lectio|v.l.]] ζαφλεγός. S. [[ζαφλεγής]] und vgl. [[ἐπιζάφελος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:41, 24 November 2022

English (LSJ)

ον, = ζαφελής.

Greek Monolingual

ζάφελος, -ον (Α)
ζαφελής, ορμητικόςπυρός ζαφέλοιο», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα- είναι αιολική μορφή του δια-].

German (Pape)

heftig, πῦρ, Nic. Al. 568, von Schneider aus mss. hergestellt, v.l. ζαφλεγός. S. ζαφλεγής und vgl. ἐπιζάφελος.