ζωηρόχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>μονό</i>-<i>χρωμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζωηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. [[άχρωμος]], [[μονόχρωμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ζωηρά χρώματα, έντονους χρωματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωηρός + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. άχρωμος, μονόχρωμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].