ιδιοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(17) |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) [[ιδιοποιός]]<br /><b>μέσ.</b> <i>ιδιοποιούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[κάνω]] [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] [[πράγμα]] που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αξιώνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι | |mltxt=(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) [[ιδιοποιός]]<br /><b>μέσ.</b> <i>ιδιοποιούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[κάνω]] [[κάτι]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] [[πράγμα]] που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αξιώνω]], [[απαιτώ]] [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῦσι», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] [[κάτι]] («ἰδιοποιεῖται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 28 March 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιοποιῶ, -έω) ιδιοποιός
μέσ. ιδιοποιούμαι, -έομαι
κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι
μσν.-αρχ.
αξιώνω, απαιτώ κάτι
αρχ.
1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῖς παροῦσι», Γαλ.)
2. κερδίζω κάτι («ἰδιοποιεῖται Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ», ΠΔ)
3. παθ. έχω ιδιαίτερο χαρακτήρα.