ιατροτέχνης: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰατροτέχνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δεξιο</i>-<i>τέχνης</i>, <i>καλλι</i>-<i>τέχνης</i>].
|mltxt=[[ἰατροτέχνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την ιατρική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[δεξιοτέχνης]], [[καλλιτέχνης]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰατροτέχνης, ὁ (Α)
αυτός που έχει ως επάγγελμα την ιατρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + -τεχνης (< τέχνη), πρβλ. δεξιοτέχνης, καλλιτέχνης].