ικετώσυνος: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱκετώσυνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱκετώσυνα]] [[ἱερά]]» — αγνισμοί, [[κάθαρση]] από [[ανθρωποκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσυνος</i> ( | |mltxt=[[ἱκετώσυνος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἱκετώσυνα]] [[ἱερά]]» — αγνισμοί, [[κάθαρση]] από [[ανθρωποκτονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱκέτης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώσυνος</i> ([[πρβλ]]. [[ιερώσυνος]]). Το -<i>ω</i>-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἱκετώσυνος, -ον (Α)
φρ. «ἱκετώσυνα ἱερά» — αγνισμοί, κάθαρση από ανθρωποκτονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ώσυνος (πρβλ. ιερώσυνος). Το -ω-του τ. οφείλεται στον νόμο της ρυθμικής εκτάσεως].