ισόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> (για [[μεταβολή]] ή διεργασία) αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας η [[πίεση]] ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρύ</i>-<i>χωρος</i>, <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> (για [[μεταβολή]] ή διεργασία) αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της οποίας η [[πίεση]] ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χώρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]], [[στενόχωρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον
2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύχωρος, στενόχωρος].