στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-η, -ο
1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον
2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύχωρος, στενόχωρος].