φιλοπροσήγορος: Difference between revisions

(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filoprosigoros
|Transliteration C=filoprosigoros
|Beta Code=filoprosh/goros
|Beta Code=filoprosh/goros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">affable</b>, <span class="bibl">Isoc.1.20</span>, <span class="bibl">Poll.5.137</span>, Plu.2.10a, etc. Adv. -ρως <span class="bibl">Poll.5.139</span>.</span>
|Definition=φιλοπροσήγορον, [[affable]], Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. [[φιλοπροσηγόρως]] Poll.5.139.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'un abord aimable]], [[affable]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[προσήγορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπροσήγορος:''' общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''φῐλοπροσήγορος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου [[φιλοπροσήγορος]] Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[ευπροσήγορος]], [[προσηνής]], [[καταδεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοπροσηγόρως</i> Α<br />με [[φιλοπροσηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[προσήγορος]] «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπροσήγορος:''' -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, [[καταδεκτικός]], [[φιλοφρονητικός]], σε Ισοκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[προσήγορος]], ον,<br />[[easy]] of [[address]], [[affable]], Isocr.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

English (LSJ)

φιλοπροσήγορον, affable, Isoc.1.20, Poll.5.137, Plu.2.10a, etc. Adv. φιλοπροσηγόρως Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 1284] gern mit den Leuten sprechend, leutselig, τῷ τρόπῳ Isocr. 1, 20; s. B. A. 71.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un abord aimable, affable.
Étymologie: φίλος, προσήγορος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπροσήγορος: общительный, приветливый, т. е. доступный Isocr., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπροσήγορος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφωνῇ τοὺς ἀπαντῶντας, τῷ... τρόπῳ γίνου φιλοπροσήγορος Ἰσοκρ. 6Α, Πολυδ. Ε΄, 137, Πλούτ., κλπ. Ἐπίρρ. -ρως, Πολυδ. Ε΄, 139.

Greek Monolingual

-ον, Α
ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός.
επίρρ...
φιλοπροσηγόρως Α
με φιλοπροσηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»].

Greek Monotonic

φῐλοπροσήγορος: -ον, αυτός που προσφωνεί εύκολα, καταδεκτικός, φιλοφρονητικός, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-προσήγορος, ον,
easy of address, affable, Isocr.