ισχυρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰσχυρόστομος, -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτό που έχει ισχυρό [[ράμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθαδό</i>-<i>στομος</i>, <i>θρασύ</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=ἰσχυρόστομος, -ον (Α)<br />(για [[πτηνό]]) αυτό που έχει ισχυρό [[ράμφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αυθαδόστομος]], [[θρασύστομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:24, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσχυρόστομος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, θρασύστομος].