ισχυρόστομος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
ἰσχυρόστομος, -ον (Α)
(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, θρασύστομος].