γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
ἰσχυρόστομος, -ον (Α)(για πτηνό) αυτό που έχει ισχυρό ράμφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, θρασύστομος].