καινοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(18)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καινοποιῶ, -έω (Α) [[καινοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] μεταβολές, [[καινοτομώ]] («εἰ καινοποιεῑν δοκοίη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ καινοποιηθέντα</i><br />τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.
|mltxt=καινοποιῶ, -έω (Α) [[καινοποιός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] μεταβολές, [[καινοτομώ]] («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ καινοποιηθέντα</i><br />τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

καινοποιῶ, -έω (Α) καινοποιός
1. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω («καινοποιῶ τὰς ἐλπίδας», Πολ.)
2. κάνω μεταβολές, καινοτομώ («εἰ καινοποιεῖν δοκοίη», Λουκιαν.)
3. (πληθ. ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ καινοποιηθέντα
τα πράγματα που ανανεώθηκαν, που μεταβλήθηκαν, οι αλλαγές.