καλοκαιριάτικος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[καλοκαιρινός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκαιριάτικα</i><br />σε [[εποχή]] καλοκαιριού, [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλοκαίρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυριακ</i>-<i>άτικος</i>, <i>μεσημερι</i>-<i>άτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο<br />[[καλοκαιρινός]], αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκαιριάτικα</i><br />σε [[εποχή]] καλοκαιριού, [[κατά]] το [[θέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλοκαίρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άτικος</i> ([[πρβλ]]. [[κυριακάτικος]], [[μεσημεριάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
καλοκαιρινός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι.
επίρρ...
καλοκαιριάτικα
σε εποχή καλοκαιριού, κατά το θέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλοκαίρι + κατάλ. -άτικος (πρβλ. κυριακάτικος, μεσημεριάτικος)].