καταμασώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταμασῶ (Μ)<br />[[εξετάζω]] επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μασῶ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανα</i>-[[μασώ]] με τη σημ. «[[επαναλαμβάνω]] τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]]»)].
|mltxt=καταμασῶ (Μ)<br />[[εξετάζω]] επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, [[συζητώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μασῶ</i> ([[πρβλ]]. <i>ανα</i>-[[μασώ]] με τη σημ. «[[επαναλαμβάνω]] τα [[ίδια]] και τα [[ίδια]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

καταμασῶ (Μ)
εξετάζω επανειλημμένα, λέω και ξαναλέω, συζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μασῶ (πρβλ. ανα-μασώ με τη σημ. «επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια»)].