κλάξ: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(20)
(1ba)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλᾴξ]], -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κλειδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. τοῦ [[κλείς]], που εμφανίζει υπερωικό [[τερματικό]] [[στοιχείο]] -<i>κ</i>-].
|mltxt=[[κλᾴξ]], -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κλειδί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. τοῦ [[κλείς]], που εμφανίζει υπερωικό [[τερματικό]] [[στοιχείο]] -<i>κ</i>-].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάξ:''' -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί [[κλείς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλάξ]], ᾱκος, ἡ, [doric for [[κλείς]].]
}}
}}

Latest revision as of 02:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1446] ακός, ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32.

Greek Monolingual

κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει υπερωικό τερματικό στοιχείο -κ-].

Greek Monotonic

κλάξ: -ᾱκος, ἡ, Δωρ. αντί κλείς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλάξ κλακός, ἡ Dor. sleutel.

Middle Liddell

κλάξ, ᾱκος, ἡ, [doric for κλείς.]