κοινωνώ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(21)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)<br />έχω ή [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> (για ιερέα) [[μεταλαβαίνω]] κάποιον («ήλθε ο [[παπάς]] και τον κοινώνησε»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θεία]] [[μετάληψη]], [[θεία]] [[κοινωνία]], [[μεταλαβαίνω]] («νηστεύει, [[γιατί]] θα κοινωνήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοινωνοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[μεταλαβαίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον<br /><b>3.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[συγκοινωνώ]], συνάπτομαι, [[συνδέομαι]]<br /><b>5.</b> [[αποτελώ]] [[κοινότητα]]<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι με [[κάτι]], συνενώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινών]], -<i>ῶνος</i>, παρ. του [[κοινός]].
|mltxt=-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)<br />έχω ή [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους, [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> (για ιερέα) [[μεταλαβαίνω]] κάποιον («ήλθε ο [[παπάς]] και τον κοινώνησε»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[παίρνω]] [[θεία]] [[μετάληψη]], [[θεία]] [[κοινωνία]], [[μεταλαβαίνω]] («νηστεύει, [[γιατί]] θα κοινωνήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]] ενός πράγματος, [[προσφέρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κοινωνοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[μεταλαβαίνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />συνουσιάζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον<br /><b>3.</b> [[συγκατανεύω]], [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>4.</b> [[συγκοινωνώ]], συνάπτομαι, [[συνδέομαι]]<br /><b>5.</b> [[αποτελώ]] [[κοινότητα]]<br /><b>6.</b> [[δίνω]] [[μερίδιο]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> ενώνομαι με [[κάτι]], συνενώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινών]], -<i>ῶνος</i>, παρ. του [[κοινός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)
έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τον κοινώνησε»)
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῦμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. του κοινός.