κοπέας: Difference between revisions
From LSJ
οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be
(21) |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ | |mltxt=ο (Α [[κοπεύς]], -έως) [[κοπή]]<br /><b>1.</b> αυτός που κόβει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξυλουργός]]<br /><b>2.</b> [[ελαιοτρίβης]]<br /><b>3.</b> η [[σμίλη]] του λιθοξόου, το [[γλύφανο]] του γλύπτη («καὶ [[μοχλία]] καὶ γλυφεῖα καὶ [[κοπέας]]», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |