κορινθιακός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κορινθιακός]], -ή, -όν) [[Κορινθία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «[[κορινθιακός]] [[πόλεμος]]» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή [[σταφίδα]]» δ. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» ε. «[[κορινθιακός]] [[ρυθμός]]» — ο [[τρίτος]] και [[νεώτερος]] από τους ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής<br />στ. «ἐν καλῷ μὲν τοῡ Κορινθιακοῡ κόλπου», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κορινθιακός]], -ή, -όν) [[Κορινθία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «[[κορινθιακός]] [[πόλεμος]]» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή [[σταφίδα]]» δ. «κορινθιακό [[κιονόκρανο]]» ε. «[[κορινθιακός]] [[ρυθμός]]» — ο [[τρίτος]] και [[νεώτερος]] από τους ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής<br />στ. «ἐν καλῷ μὲν τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM κορινθιακός, -ή, -όν) Κορινθία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο ή στην Κορινθία ή στους Κορινθίους ή προέρχεται από αυτούς (α. «κορινθιακός πόλεμος» β. «κορινθιακά αγγεία» γ. «κορινθιακή σταφίδα» δ. «κορινθιακό κιονόκρανο» ε. «κορινθιακός ρυθμός» — ο τρίτος και νεώτερος από τους ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής
στ. «ἐν καλῷ μὲν τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου», Ξεν.).