κορυδαλλός: Difference between revisions

(21)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κορυδαλλός
|Medium diacritics=κορυδαλλός
|Low diacritics=κορυδαλλός
|Capitals=ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ
|Transliteration A=korydallós
|Transliteration B=korydallos
|Transliteration C=korydallos
|Beta Code=korudallo/s
|Definition=ὁ, = [[κορυδός]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />alouette huppée, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />alouette huppée, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κόρυς]].
Line 4: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κορύδαλος]], ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και [[κορύδαλος]], Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) [[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική [[κατάταξη]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] alarididae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόρυδος]]].
|mltxt=και [[κορύδαλος]], ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και [[κορύδαλος]], Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) [[ονομασία]], [[κοινή]] [[σήμερα]], στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική [[κατάταξη]] ανήκουν στην [[οικογένεια]] alarididae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κόρυδος]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>die [[Haubenlerche]]</i>, = [[κορυδός]], Theocr. 10.50, nach Thom.Mag. [[attisch]]. Auch κορύδᾱλος geschr., Arist. <i>H.A</i>. 9.25.
}}
}}

Latest revision as of 16:56, 24 November 2022

English (LSJ)

ὁ, = κορυδός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
alouette huppée, oiseau.
Étymologie: DELG κόρυς.

Greek Monolingual

και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην οικογένεια alarididae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρυδος].

German (Pape)

ὁ, die Haubenlerche, = κορυδός, Theocr. 10.50, nach Thom.Mag. attisch. Auch κορύδᾱλος geschr., Arist. H.A. 9.25.