κορσός: Difference between revisions

(21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korsos
|Transliteration C=korsos
|Beta Code=korso/s
|Beta Code=korso/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κορμός]], Hsch. (Cf. <b class="b3">κοῦρος</b> (B).)</span>
|Definition=ὁ, = [[κορμός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Cf. [[κοῦρος]] (B).)
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορσός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>-<i>σ</i>- που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κορ</i>- της ρίζας <i>κερ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]) με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>-. Αρχικά θα [[πρέπει]] να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. [[κόρση]] ουσιαστικοποιήθηκε. Στην [[αρχή]] η λ. [[κόρση]] σήμαινε το «[[κόψιμο]] τών μαλλιών» ([[έτσι]] τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη [[συνέχεια]] δήλωσε τα [[ίδια]] τα μαλλιά, [[ιδίως]] στα [[πλάγια]] της κεφαλής, στους κροτάφους].
|mltxt=[[κορσός]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>-<i>σ</i>- που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>κορ</i>- της ρίζας <i>κερ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[κείρω]]) με [[παρέκταση]] -<i>σ</i>-. Αρχικά θα [[πρέπει]] να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. [[κόρση]] ουσιαστικοποιήθηκε. Στην [[αρχή]] η λ. [[κόρση]] σήμαινε το «[[κόψιμο]] τών μαλλιών» ([[έτσι]] τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη [[συνέχεια]] δήλωσε τα [[ίδια]] τα μαλλιά, [[ιδίως]] στα [[πλάγια]] της κεφαλής, στους κροτάφους].
}}
{{etym
|etymtx=<b class="b3">-όω</b>, [[κορσωτήρ]] etc.<br />See also: s. [[κουρά]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''κορσός''': -όω, [[κορσωτήρ]] usw.<br />{korsós}<br />'''See also''': s. [[κουρά]].<br />'''Page''' 1,923
}}
{{pape
|ptext=ὁ, erkl. Hesych. [[κορμός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].

Frisk Etymological English

-όω, κορσωτήρ etc.
See also: s. κουρά.

Frisk Etymology German

κορσός: -όω, κορσωτήρ usw.
{korsós}
See also: s. κουρά.
Page 1,923

German (Pape)

ὁ, erkl. Hesych. κορμός.