μονοκέρατος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(25)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοκέρατος]], -ον)<br />(για τα ζώα) αυτός που έχει ένα μόνο [[κέρατο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοκέρατον</i><br />(για [[γέφυρα]]) ενιαίο [[τόξο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Μονοκέρατοι</i><br />[[ονομασία]] μυθικού λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονοκέρατος]], -ον)<br />(για τα ζώα) αυτός που έχει ένα μόνο [[κέρατο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μονοκέρατον</i><br />(για [[γέφυρα]]) ενιαίο [[τόξο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ Μονοκέρατοι</i><br />[[ονομασία]] μυθικού λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μονοκέρᾰτος:''' Arst. = [[μονόκερως]].
}}
}}

Latest revision as of 00:24, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 203] einhörnig, Arist. H. A. 2, 1 Part. an. 3, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονοκέρατος, -ον)
(για τα ζώα) αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοκέρατον
(για γέφυρα) ενιαίο τόξο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Μονοκέρατοι
ονομασία μυθικού λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος)].

Russian (Dvoretsky)

μονοκέρᾰτος: Arst. = μονόκερως.