λαιμητόμος: Difference between revisions
(22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laimitomos | |Transliteration C=laimitomos | ||
|Beta Code=laimhto/mos | |Beta Code=laimhto/mos | ||
|Definition= | |Definition=λαιμητόμον, = [[λαιμοτόμος]], ''AP''6.101 (Phil.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>die [[Kehle]] [[abschneidend]]</i>, [[ξίφη]], Philp. 13 (VI.101). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαιμητόμος:''' Anth. = [[λαιμοτόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο (Α [[λαιμητόμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λαιμητόμος]]<br />[[μηχανή]] εφοδιασμένη με πολύ [[βαρύ]] [[μαχαίρι]] που πέφτει από [[ψηλά]], με την οποία γινόταν ο [[αποκεφαλισμός]] τών καταδικασμένων σε θάνατο, [[καρμανιόλα]], [[γκιλοτίνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[γυρητόμος]], [[σταχυητόμος]]. Το -<i>η</i>- πιθ. [[προϊόν]] αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμητόμος:''' -ον, ποιητ. αντί [[λαιμοτόμος]], σε Ανθ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λαιμη-[[τόμος]], ον [poetic for [[λαιμοτόμος]], Anth.] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἀντί]] [[λαιμοτόμος]]. Ἀπό τό [[λαιμός]] + [[τέμνω]] (=[[κόβω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[τέμνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
λαιμητόμον, = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).
German (Pape)
die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI.101).
Russian (Dvoretsky)
λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρητόμος, σταχυητόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].
Greek Monotonic
λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]
Mantoulidis Etymological
ἀντί λαιμοτόμος. Ἀπό τό λαιμός + τέμνω (=κόβω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τέμνω.