λατρευτικός: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
(22)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latreftikos
|Transliteration C=latreftikos
|Beta Code=latreutiko/s
|Beta Code=latreutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">servile</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 160</span>, <span class="bibl">Vett.Val.335.34</span>, al.</span>
|Definition=λατρευτική, λατρευτικόν, [[servile]], Ptol.''Tetr.'' 160, Vett.Val.335.34, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατρευτικός Medium diacritics: λατρευτικός Low diacritics: λατρευτικός Capitals: ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: latreutikós Transliteration B: latreutikos Transliteration C: latreftikos Beta Code: latreutiko/s

English (LSJ)

λατρευτική, λατρευτικόν, servile, Ptol.Tetr. 160, Vett.Val.335.34, al.

German (Pape)

[Seite 18] dienend, bes. auch die Götter verehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θείαν λατρείαν, Θεόδ. Στουδ. σ. 82Α. Ἐπίρρ. -κῶς, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 33, 20. κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λατρευτικός, -ή, -όν) λατρεύω
νεοελλ.-μσν.
αυτός που αναφέρεται στη λατρεία, ιδίως στη θρησκευτική λατρεία
αρχ.
αυτός που αναφέρεται στην υπηρεσία, που υπηρετεί, υπηρετικός.
επίρρ...
λατρευτικώς και -ά (Μ λατρευτικῶς)
με λατρεία, με θρησκευτική ευλάβεια.