λαθρόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), | |mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που ζει [[χωρίς]] να γίνεται [[αντιληπτός]] από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό [[επάγγελμα]], που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής<br /><b>3.</b> (για [[εφημερίδα]] ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή [[κυκλοφορία]], ο [[σχεδόν]] [[άγνωστος]] («λαθρόβιο έντυπο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> <i>το λαθρόβιο</i><br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[ισόβιος]], [[κοινόβιος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος
2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής
3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή κυκλοφορία, ο σχεδόν άγνωστος («λαθρόβιο έντυπο»)
4. το ουδ. ως ουσ. ζωολ. το λαθρόβιο
γένος κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. ισόβιος, κοινόβιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρηναίο Ασώπιο].