λεπτόσωμος: Difference between revisions

(23)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptosomos
|Transliteration C=leptosomos
|Beta Code=lepto/swmos
|Beta Code=lepto/swmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with thin</b> or <b class="b2">taper body</b>, <span class="bibl">Eust. 1288.40</span>.</span>
|Definition=λεπτόσωμον, [[with thin]] or [[taper body]], Eust. 1288.40.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

English (LSJ)

λεπτόσωμον, with thin or taper body, Eust. 1288.40.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem Leibe, Eust. 1288, 40.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόσωμος: -ον, ἔχων λεπτὸν ἢ ἰσχνὸν σῶμα, Εὐστ. 1288. 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτόσωμος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό σώμα, λεπτοφυής, ισχνός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. βοτ. γένος κορακόμορφων πτηνών
2. ανθρωπολ. άτομο που χαρακτηρίζεται από λεπτοσωμία
μσν.
(για τον αέρα) αυτός που έχει αραιή σύσταση.