λιμενικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό [[σώμα]]» — [[σώμα]] στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού<br />β. «λιμενικά [[τέλη]]» — τα [[τέλη]] που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα [[λιμάνι]]<br />γ) «λιμενική [[αρχή]]» — η κρατική [[υπηρεσία]] που διοικεί ένα [[λιμάνι]])<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λιμενικός]]<br />α) [[αξιωματικός]], [[υπαξιωματικός]] ή [[άνδρας]] του λιμενικού σώματος<br />β) εργαζόμενος της κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό [[σώμα]]» — [[σώμα]] στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού<br />β. «λιμενικά [[τέλη]]» — τα [[τέλη]] που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα [[λιμάνι]]<br />γ) «λιμενική [[αρχή]]» — η κρατική [[υπηρεσία]] που διοικεί ένα [[λιμάνι]])<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιμενικός]]<br />α) [[αξιωματικός]], [[υπαξιωματικός]] ή [[άνδρας]] του λιμενικού σώματος<br />β) εργαζόμενος της κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμήν]], -[[ένος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιμένα (α. «λιμενικό σώμα» — σώμα στρατιωτικά συντεταγμένο, που διέπεται από τις διατάξεις στις οποίες υπάγονται και οι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ναύτες του πολεμικού ναυτικού
β. «λιμενικά τέλη» — τα τέλη που εισπράττονται για λογαριασμό του λιμενικού ταμείου, από τα πλοία που προσορμίζονται σε ένα λιμάνι
γ) «λιμενική αρχή» — η κρατική υπηρεσία που διοικεί ένα λιμάνι)
2. το αρσ. ως ουσ. ο λιμενικός
α) αξιωματικός, υπαξιωματικός ή άνδρας του λιμενικού σώματος
β) εργαζόμενος της κεντρικής υπηρεσίας ή άλλων ειδικών υπηρεσιών του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 το Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].