μαγνησία: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(23) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μαγνησία | |||
|Medium diacritics=μαγνησία | |||
|Low diacritics=μαγνησία | |||
|Capitals=ΜΑΓΝΗΣΙΑ | |||
|Transliteration A=magnēsía | |||
|Transliteration B=magnēsia | |||
|Transliteration C=magnisia | |||
|Beta Code=magnhsi/a | |||
|Definition=v. sub [[Μάγνης]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μαγνησία]], ιων. τ. μαγνησίη) <b>ως κύρ. όν.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ενώσεων του μαγνησίου («θειική [[μαγνησία]]»)<br /><b>2.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[είδος]] ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. [[μαγνέζια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαγνησία]] [[λίθος]]» ή «μαγνησίη [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]]. | |mltxt=η (Α [[μαγνησία]], ιων. τ. μαγνησίη) <b>ως κύρ. όν.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ενώσεων του μαγνησίου («θειική [[μαγνησία]]»)<br /><b>2.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[είδος]] ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. [[μαγνέζια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαγνησία]] [[λίθος]]» ή «μαγνησίη [[λίθος]]» — ο [[μαγνήτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 31 January 2021
English (LSJ)
v. sub Μάγνης.
Greek Monolingual
η (Α μαγνησία, ιων. τ. μαγνησίη) ως κύρ. όν. νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ενώσεων του μαγνησίου («θειική μαγνησία»)
2. (φαρμ.) είδος ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. μαγνέζια
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων
2. φρ. «μαγνησία λίθος» ή «μαγνησίη λίθος» — ο μαγνήτης.