μαλκόν: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malkon | |Transliteration C=malkon | ||
|Beta Code=malko/n | |Beta Code=malko/n | ||
|Definition= | |Definition=v. [[μάλκιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 03:45, 24 August 2022
English (LSJ)
v. μάλκιος.
Greek (Liddell-Scott)
μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].