μελάμπρωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(24)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάμπρῳρος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που έχει μαύρη [[πρώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρῶρα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>πρωρος</i>, <i>κυανό</i>-<i>πρωρος</i>)].
|mltxt=[[μελάμπρῳρος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτός που έχει μαύρη [[πρώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πρῶρα]] ([[πρβλ]]. [[καλλίπρωρος]], [[κυανόπρωρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

μελάμπρῳρος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλίπρωρος, κυανόπρωρος)].