Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπρωρος

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῦς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.

Greek Monolingual

κυανόπρωρος και κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α)
(για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ.
β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. βούπρωρος, κριόπρωρος. Ο τ. κυανοπρῴρειος είναι παράλληλος, παρεκτεταμένος (με επίθημα -ειος για μετρικούς λόγους].