ματαιογέρων: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(24)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιογέρων]], -οντος ὁ (Α)<br />ο [[γέρος]] που λέει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[γέρων]])].
|mltxt=[[ματαιογέρων]], -οντος ὁ (Α)<br />ο [[γέρος]] που λέει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] ([[πρβλ]]. [[δημο]]-[[γέρων]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].