μελανόχρους: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(24)
(1ba)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑM [[μελανόχρους]], -ουν, Α και [[μελανόχροος]], -οον και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
|mltxt=-ουν (ΑM [[μελανόχρους]], -ουν, Α και [[μελανόχροος]], -οον και [[μελανόχρως]], ὁ, ἡ)<br /><b>βλ.</b> [[μελάγχρους]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελᾰνό-χρους, ουν = [[μελάγχροος]], Od.] [heterocl. nom. pl., μελανόχροες, Il.]
}}
}}

Latest revision as of 03:55, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
c. μελανόχροος.

Greek Monolingual

-ουν (ΑM μελανόχρους, -ουν, Α και μελανόχροος, -οον και μελανόχρως, ὁ, ἡ)
βλ. μελάγχρους.

Middle Liddell

μελᾰνό-χρους, ουν = μελάγχροος, Od.] [heterocl. nom. pl., μελανόχροες, Il.]