μεσῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(24)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesiliks
|Transliteration C=mesiliks
|Beta Code=mesh=lic
|Beta Code=mesh=lic
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">middle-aged</b>, <span class="bibl">Artem.1.31</span>, <span class="bibl">Poll.2.12</span>, <span class="title">Gp.</span>1.12.16, Hsch.</span>
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, [[middle-aged]], Artem.1.31, Poll.2.12, ''Gp.''1.12.16, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, [[Πολυδ]]. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσῆλιξ Medium diacritics: μεσῆλιξ Low diacritics: μεσήλιξ Capitals: ΜΕΣΗΛΙΞ
Transliteration A: mesē̂lix Transliteration B: mesēlix Transliteration C: mesiliks Beta Code: mesh=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ, middle-aged, Artem.1.31, Poll.2.12, Gp.1.12.16, Hsch.

German (Pape)

[Seite 137] ικος, von mittlerem Alter, Artemid. 1, 31; Poll. 2, 12; s. auch μεσοῆλιξ.

Greek (Liddell-Scott)

μεσῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, μεσόκοπος, Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσῆλιξ· ἀπὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα ἕως πεντήκοντα».

Greek Monolingual

μεσῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)
βλ. μεσήλικος.