μεταγενέστερος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
(24)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεταγενέστερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, [[κατοπινός]], [[υστερόχρονος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι μεταγενέστεροι</i><br />αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη [[γενιά]], οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον [[ὑπόμνημα]] καταλιπεῑν τοῑς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μεταγενέστερη [[εποχή]]»<br /><b>(ιστ.)</b> ή «μεταγενέστερη [[περίοδος]]» — η [[περίοδος]] που ακολούθησε την κλασική, η [[μετά]] τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινή<br /><b>αρχ.</b><br />[[επακόλουθος]] («μεταγενεστέραν [[μετά]] ταῡτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταγενεστέρως</i> και <i>μεταγενέστερα</i><br />σε μεταγενέστερους χρόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του [[μεταγενής]].
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μεταγενέστερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, [[κατοπινός]], [[υστερόχρονος]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι μεταγενέστεροι</i><br />αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη [[γενιά]], οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον [[ὑπόμνημα]] καταλιπεῖν τοῖς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «μεταγενέστερη [[εποχή]]»<br /><b>(ιστ.)</b> ή «μεταγενέστερη [[περίοδος]]» — η [[περίοδος]] που ακολούθησε την κλασική, η [[μετά]] τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινή<br /><b>αρχ.</b><br />[[επακόλουθος]] («μεταγενεστέραν [[μετά]] ταῦτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταγενεστέρως</i> και <i>μεταγενέστερα</i><br />σε μεταγενέστερους χρόνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συγκρ. [[βαθμός]] του [[μεταγενής]].
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεταγενέστερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι
αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον ὑπόμνημα καταλιπεῖν τοῖς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μεταγενέστερη εποχή»
(ιστ.) ή «μεταγενέστερη περίοδος» — η περίοδος που ακολούθησε την κλασική, η μετά τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινή
αρχ.
επακόλουθος («μεταγενεστέραν μετά ταῦτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.).
επίρρ...
μεταγενεστέρως και μεταγενέστερα
σε μεταγενέστερους χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του μεταγενής.