μετριοφιλής: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(25) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metriofilis | |Transliteration C=metriofilis | ||
|Beta Code=metriofilh/s | |Beta Code=metriofilh/s | ||
|Definition= | |Definition=μετριοφιλές, [[loving equity]], PRyl.114.3 (iii A.D.). -[[φρονέω]], [[think modestly]], [[be moderate]], Sch.Il.8.175, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[μετριάζει]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), | |mltxt=[[μετριοφιλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρκείται στο [[μέτρο]], που αγαπά τη [[μετριότητα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετριοφιλές</i><br />η [[αγάπη]] του μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτριος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]), [[πρβλ]]. [[θεοφιλής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
μετριοφιλές, loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.
Greek Monolingual
μετριοφιλής, -ές (Α)
1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές
η αγάπη του μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -φιλής (< φίλος), πρβλ. θεοφιλής].