μηλόκερως: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλόκερως]] και [[μηλόκερος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει κέρατα προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κερος</i> και -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], γεν. αττ. <i>κέρως</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιγό</i>-<i>κερως</i>, <i>μονό</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=[[μηλόκερως]] και [[μηλόκερος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει κέρατα προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>κερος</i> και -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], γεν. αττ. <i>κέρως</i>), [[πρβλ]]. [[αιγόκερως]], [[μονόκερως]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

μηλόκερως και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει κέρατα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κερος και -κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγόκερως, μονόκερως].