μιαιφθορώ: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μιαιφθορῶ, -έω (Α)<br />[[διαπράττω]] [[αιμομιξία]], [[συνευρίσκομαι]] με [[μητέρα]], [[αδελφή]] ή [[κόρη]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μιαι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[μιαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φθορῶ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαιφθόρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμο</i>-<i>φθορώ</i>)].
|mltxt=μιαιφθορῶ, -έω (Α)<br />[[διαπράττω]] [[αιμομιξία]], [[συνευρίσκομαι]] με [[μητέρα]], [[αδελφή]] ή [[κόρη]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μιαι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[μιαίνω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φθορῶ</i>, μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>μιαιφθόρος</i> ([[πρβλ]]. [[θυμοφθορώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 13 May 2023

Greek Monolingual

μιαιφθορῶ, -έω (Α)
διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιφθόρος (πρβλ. θυμοφθορώ)].