μωρόπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο<br />[[εύπιστος]] από [[έλλειψη]] πείρας ή από [[ακρισία]], [[αφελής]], [[άκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[μωρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αξιό</i>-<i>πιστος</i>, <i>καλό</i>-<i>πιστος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
|mltxt=η, -ο<br />[[εύπιστος]] από [[έλλειψη]] πείρας ή από [[ακρισία]], [[αφελής]], [[άκριτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[μωρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[πιστός]] ([[πρβλ]]. [[αξιόπιστος]], [[καλόπιστος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Greek Monolingual

η, -ο
εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιόπιστος, καλόπιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].