ξυλία: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ramasser du bois ; tas de bois;<br /><b>2</b> construction en bois.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de ramasser du bois]] ; tas de bois;<br /><b>2</b> [[construction en bois]].<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[ξύλο]]<br /><b>1.</b> [[χτύπημα]] με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χτυπήματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο πεινασμένος [[γάιδαρος]] ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε [[υποταγή]] εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
|mltxt=η [[ξύλο]]<br /><b>1.</b> [[χτύπημα]] με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χτυπήματος<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ο πεινασμένος [[γάιδαρος]] ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε [[υποταγή]] εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
}}
{{elru
|elrutext='''ξυλία:''' ἡ [[куча дров]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 7 December 2022

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ramasser du bois ; tas de bois;
2 construction en bois.
Étymologie: ξύλον.

Greek Monolingual

η ξύλο
1. χτύπημα με ξύλο
2. κάθε είδος χτυπήματος
3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.

Russian (Dvoretsky)

ξυλία:куча дров Plut.