μυρσινώνας: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(26)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μυρσινών]] και αττ. τ. [[μυρρινών]])<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] από μυρσίνες, [[άλσος]] από μυρτιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=ο (Α [[μυρσινών]] και αττ. τ. [[μυρρινών]])<br />[[τόπος]] [[κατάφυτος]] από μυρσίνες, [[άλσος]] από μυρτιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[αμπελών]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών)
τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ων (πρβλ. αμπελών)].