νεφοφανής: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
(27)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[σύννεφο]], που μοιάζει με [[νέφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεκρο</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=[[νεφοφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται σαν [[σύννεφο]], που μοιάζει με [[νέφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]] / [[φαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[νεκροφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 10 May 2023

Greek Monolingual

νεφοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν σύννεφο, που μοιάζει με νέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νεκροφανής].