πελεκίνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(31)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / πελεκῑνος, ΝΑ<br />[[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε [[σχήμα]] [[διπλού]] πελέκεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του πτηνού [[πελεκάνος]] («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού του οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με [[πέλεκυ]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ηδύσαρον<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[ιπποφαές]]<br /><b>5.</b> (στην ξυλουργική [[τέχνη]]) [[είδος]] συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορακ</i>-<i>ίνος</i>, <i>σταφυλ</i>-<i>ίνος</i>). Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] αφ' ενός λόγω του σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω του φυλλώματος στις κώχες τους].
|mltxt=ο / πελεκῖνος, ΝΑ<br />[[σιδερένιος]] [[σύνδεσμος]] λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε [[σχήμα]] [[διπλού]] πελέκεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] του πτηνού [[πελεκάνος]] («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού του οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με [[πέλεκυ]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] ηδύσαρον<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[ιπποφαές]]<br /><b>5.</b> (στην ξυλουργική [[τέχνη]]) [[είδος]] συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖνος</i> ([[πρβλ]]. [[κορακίνος]], [[σταφυλίνος]]). Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] αφ' ενός λόγω του σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω του φυλλώματος στις κώχες τους].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο / πελεκῖνος, ΝΑ
σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως
αρχ.
1. είδος του πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.)
2. είδος φυτού του οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ
3. το φυτό ηδύσαρον
4. το φυτό ιπποφαές
5. (στην ξυλουργική τέχνη) είδος συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, σταφυλίνος). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι αφ' ενός λόγω του σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω του φυλλώματος στις κώχες τους].