σταφυλίνος
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Greek Monolingual
ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ
γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες
αρχ.
1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ.
β. «σταφυλῖνος ἄγριος»
Διοσκ.)
2. το φυτό βρυωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακῖνος, κυπρῖνος)].