πελεκίνος

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

ο / πελεκῖνος, ΝΑ
σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως
αρχ.
1. είδος του πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.)
2. είδος φυτού του οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ
3. το φυτό ηδύσαρον
4. το φυτό ιπποφαές
5. (στην ξυλουργική τέχνη) είδος συναρμογής τών ξύλων με ψαλιδωτό σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. κορακίνος, σταφυλίνος). Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι αφ' ενός λόγω του σχήματος τών σπερμάτων τους, αφ' εφετέρου λόγω του φυλλώματος στις κώχες τους].