οικοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(28)
 
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]].
|mltxt=ο (Α [[οικοδόμος]])<br />αυτός που οικοδομεί, [[κτίστης]] («[[χωρίον]] ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει την [[οικοδόμηση]], που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («[[οικοδόμος]] [[μηχανικός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ο [[κύριος]] [[πρωτεργάτης]] μιας προσπάθειας, ο [[δημιουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[χτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>πυργο</i>-[[δόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 27 March 2021

Greek Monolingual

ο (Α οικοδόμος)
αυτός που οικοδομεί, κτίστηςχωρίον ἡμῖν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.)
νεοελλ.
1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός»)
2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης μιας προσπάθειας, ο δημιουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δόμος (< δόμος < δέμω «χτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, πυργο-δόμος.