ολβιόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διάκειται φιλικά [[προς]] τους ολβίους, που κλίνει [[προς]] τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ματαιό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[ὀλβιόφρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που διάκειται φιλικά [[προς]] τους ολβίους, που κλίνει [[προς]] τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον [[ποδάγρα]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[ματαιόφρων]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιόφρων].