ολομελής: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλομελής]], -ές, Α ιων. τ. [[οὐλομελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ακέραια όλα τα [[μέλη]] του, [[αρτιμελής]], [[πλήρης]]<br />(για συνεδριάζον [[σώμα]]) αυτός του οποίου όλα τα [[μέλη]] [[είναι]] παρόντα<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γεμάτος]] [[μελωδία]], μελωδικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομελώς]] (Μ ὁλομελῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[παρουσία]] όλων τών μελών<br /><b>μσν.</b><br />με πλήρη [[μελωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁλομελής]], -ές, Α ιων. τ. [[οὐλομελής]], -ές)<br />αυτός που έχει ακέραια όλα τα [[μέλη]] του, [[αρτιμελής]], [[πλήρης]]<br />(για συνεδριάζον [[σώμα]]) αυτός του οποίου όλα τα [[μέλη]] [[είναι]] παρόντα<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γεμάτος]] [[μελωδία]], μελωδικότητα<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιόμορφος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομελώς]] (Μ ὁλομελῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[παρουσία]] όλων τών μελών<br /><b>μσν.</b><br />με πλήρη [[μελωδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), [[πρβλ]]. [[πολυμελής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁλομελής, -ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, -ές)
αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης
(για συνεδριάζον σώμα) αυτός του οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα
μσν.
ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα
αρχ.
ομοιόμορφος.
επίρρ...
ολομελώς (Μ ὁλομελῶς)
νεοελλ.
με παρουσία όλων τών μελών
μσν.
με πλήρη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυμελής].